πυκνότης

πυκνότης
πυκνότης, ητος, ,
A closeness, thickness, denseness, solidity, [νεφελῶν] Ar.Nu.384,406; [χρυσοῦ] Pl.Ti.59b;

π. ἡ κάτω Epicur.Nat.11.10

;

π. νοητή Phld.D.3.11

; of flesh, opp. μανότης, Hp.VM22, Arist.EN 1129a23, etc.; opp. ἀραιότης, Id.Ph.260b10 (pl.);

ἡ π. τῆς ξυγκλῄσεως Th.5.71

.
2 Medic., π. κοιλίης costiveness, Hp.Epid.6.3.1.
3 closer spacing of notes in music, opp. μανότης, Pl.Lg.812d.
4 in Tactics, close formation of the phalanx, Arr.Tact.11.1, 12.11;

ἡ συνέχεια καὶ π.τῶν Ῥωμαίων Plu.Crass.24

.
II frequency,

μεταβολῶν Isoc.4.116

; μέγεθος καὶ πλῆθος καὶ πυκνότητες [λυπῶν] Pl.Lg.734a;

ἡ π. τῶν ἐννοιῶν Hermog.Id.2.10

(pl.), Longin. ap. Porph.Plot.19, cf. Arist.SE175b34.
III metaph., sagacity, shrewdness,

π. ἔνεστ' ἐν τῷ τρόπῳ Ar.Eq.1132

(lyr.);

πιθανότης καὶ π. τοῦ ἀνδρός Plu.TG15

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυκνότης — closeness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότησι — πυκνότης closeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότησιν — πυκνότης closeness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητα — πυκνότης closeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητας — πυκνότης closeness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητες — πυκνότης closeness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητι — πυκνότης closeness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητος — πυκνότης closeness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… …   Dictionary of Greek

  • θάμυρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν αοιδός και μουσικός από τη Θράκη, γιος του Φιλάμμωνα και της νύμφης Αργιόπης. Λέγεται ότι ήταν ο εφευρέτης του δωρικής μουσικής κλίμακας. Οι Μούσες, αφού νίκησαν τον Θ. σε έναν μουσικό αγώνα, τον τύφλωσαν και του στέρησαν …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”